fbpx
Πλάτων Ριβέλλης - Μάνος Λυκάκης Φωτογραφία Το βιβλίο “Φωτογραφία” εξαντλήθηκε και δεν θα επανακυκλοφορήσει. Μπορείτε να το κατεβάσετε δωρεάν σε.. Product #: PRB05PHOTOGRAFIA Regular price: $0.00 $0.00

Φωτογραφία


Τιμή: €0,00

Λήψη PDF

Τα βιβλία διατίθενται στα περισσότερα βιβλιοπωλεία και διακινούνται από τις Εκδόσεις Πατάκη (http://www.patakis.gr/)


Το βιβλίο “Φωτογραφία” εξαντλήθηκε και δεν θα επανακυκλοφορήσει. Μπορείτε να το κατεβάσετε δωρεάν σε μορφή PDF κάνοντας κλικ στο παρακάτω κουμπί.

Κατεβάστε το PDF

Πριν κατεβάσετε το αρχείο...

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ×

Το βιβλίο αυτό απευθύνεται σε όποιον θέλει να μάθει τη βασική τεχνική τής φωτογραφίας, ή να συστηματοποιήσει όσα ξέρει γι’ αυτήν. Καλύπτονται όλα τα βασικά κεφάλαια τής αναλογικής και ψηφιακής τεχνολογίας. Αναλύονται όλα τα θέματα που αφορούν τη διαδικασία των φωτογραφικών λήψεων (μηχανές, φακοί, φιλμ, φωτόμετρα, έκθεση στο φως, τεχνητός φωτισμός, ηλεκτρονικά φλας, θεωρία χρωμάτων, φίλτρα). Περιγράφεται λεπτομερώς όλη η διαδικασία εμφάνισης και εκτύπωσης (οργάνωση και εξοπλισμός σκοτεινού θαλάμου, χημικά, εμφάνιση φιλμ, εμφάνιση και εκτύπωση χαρτιών, έγχρωμη εμφάνιση). Αναφέρονται όλες οι ιδιαιτερότητες τής ψηφιακής φωτογραφίας και οι διαφορές της από την αναλογική, ενώ περιγράφονται όλες οι βασικές και απαραίτητες γνώσεις γύρω από το πρόγραμμα επεξεργασίας Photoshop.

 

Η φωτογραφία ήταν το πρώτο βιβλίο που έγραψα το 1986. Όπως κάθε τι πρώτο, με γέμισε αγωνία, αλλά και μοναδική χαρά. Ήταν ένα βιβλίο που γράφτηκε σιγά-σιγά, παράλληλα με τα πρώτα χρόνια τής φωτογραφικής μου διδασκαλίας. Έδινα μεγαλύτερο βάρος τότε στην τεχνική από όσο δίνω σήμερα και ήθελα οι μαθητές μου να είναι όσο γίνεται καλύτερα καταρτισμένοι. Είχα ήδη διαβάσει σωρεία βιβλίων και ατελείωτη σειρά σχετικών άρθρων από ειδικευμένα περιοδικά, με πολύ μεγαλύτερο βέβαια ενθουσιασμό, από εκείνον που εκδήλωνα για τα νομικά συγγράμματα τον καιρό που ασκούσα ακόμα δικηγορία.

Ακολούθησαν κι άλλα θεωρητικά βιβλία μέχρι σήμερα, πέντε ή έξι ακόμα, πάντοτε γραμμένα με τη σκέψη στους μαθητές μου και με την επιθυμία μου να τους εξηγήσω ακόμα καλύτερα αυτά που στα μαθήματα ακουγόντουσαν τόσο δύσκολα. Ευτυχώς δεν πίστεψα ότι έγινα συγγραφέας και δόξα τω θεώ ακόμα δεν έγραψα την αυτοβιογραφία μου. Έγινα και εκδότης, μόνο και μόνο για να μη χρειαστεί να πείσω κανέναν ότι τα βιβλία μου μπορούν να αποκτήσουν αρκετούς αναγνώστες. Ευτυχώς ούτε εκδότης πίστεψα τελικά ότι είμαι, αφού ούτε αυτού τού επαγγέλματος έμαθα τα μυστικά. Φωτογράφισα και φωτογραφίζω σε αραιά διαστήματα και πάντοτε με ιδιαίτερη χαρά. Εν τούτοις ούτε φωτογράφος πιστεύω ότι νομιμοποιούμαι να δηλώνω, αφού δεν επενδύω όλο μου τον ενθουσιασμό, το πάθος και τον χρόνο σε αυτή τη δραστηριότητα. Τελικά φαίνεται πως όλα όσα κάνω συγκεντρώνονται στη μία και κύρια απασχόλησή μου που είναι η διδασκαλία. Το βιβλίο αυτό, η «Φωτογραφία», ήταν η πρώτη σοβαρή κίνηση που έδειξε ότι το αρχικό μου πάρεργο που ξεκίνησε το 1981, δηλαδή η διδασκαλία τής φωτογραφίας, επρόκειτο να γίνει το κέντρο τής ζωής μου.

Πρέπει να ομολογήσω ότι αν και ασχολήθηκα με την εικόνα, ήμουν πάντοτε άνθρωπος τού λόγου και των κειμένων. Είναι άλλωστε ένας από τους λόγους που οι σχέσεις μου με την ψηφιακή τεχνολογία δεν είναι άριστες, αφού οι γνώσεις γύρω από αυτήν στηρίζονται, όπως αναγκάστηκα να καταλάβω, πολύ περισσότερο στην πρακτική παρά στη μελέτη. Από την αρχή, λοιπόν, πίστεψα ότι φωτογραφία μαθαίνεις, βέβαια, βλέποντας, αλλά, όπως τα περισσότερα πράγματα, κυρίως διαβάζοντας. Έτσι προσπάθησα ήδη από το 1986 να διατυπώσω σε όσο γίνεται πιο καθαρή γλώσσα τα τεχνικά στοιχεία και τις πληροφορίες γύρω από τα βασικά θέματα τής φωτογραφικής τεχνικής. Παραμέλησα από την πρώτη κιόλας έκδοση τού βιβλίου τα φωτογραφικά παραδείγματα που θα έπρεπε να συμπεριλάβω, λόγου χάριν φωτογραφίες τραβηγμένες με διάφορα διαφράγματα που δείχνουν διαφορετικό βάθος πεδίου, ή φωτογραφίες τυπωμένες με διαφορετικό κοντράστ, ή αρνητικά υποεμφανισμένα και υπερεμφανισμένα και άλλα παρόμοια. Πέραν τού ότι η φωτογραφική βιβλιογραφία και τα σχετικά περιοδικά βρίθουν από παρόμοια παραδείγματα ήθελα να αποφύγω (το ομολογώ ταπεινά) να τρέχω στους δρόμους τραβώντας την ίδια φωτογραφία με διαφορετικές ταχύτητες, ή να αντιγράφω φωτογραφικά παραδείγματα από άλλα συγγράμματα.

Στην πρώτη έκδοση είχα το θράσος να συμπεριλάβω, σε ένα τεχνικό σύγγραμμα σαν κι' αυτό, πολλές ξεκάρφωτες, είναι αλήθεια, καλλιτεχνικές φωτογραφίες (έτσι έχει επικρατήσει να λέγονται οι φωτογραφίες με περιεχόμενο και αισθητική άποψη). Ήταν τότε που κανείς δεν γνώριζε την Cameron ή τον Sander (και πολύ λίγοι τον Cartier-Bresson). Σήμερα αντιθέτως που όλοι ισχυρίζονται ότι τους ξέρουν (χωρίς βέβαια να μπορώ να ελέγξω πόσοι τούς καταλαβαίνουν και πόσοι τούς αγαπούν) και μια και έχω γράψει άλλα βιβλία που μιλούν γι' αυτούς (και άλλους) φωτογράφους, πιστεύω ότι ήρθε η ώρα να βγουν απ' το βιβλίο μου, για να περιοριστεί κι αυτό στον κυρίως χώρο του, που είναι η τεχνική τής φωτογραφίας. Και ας ευχηθώ η μόδα τής φωτογραφίας, που ενέσκηψε τα χρόνια μετά την πρώτη έκδοση τής «Φωτογραφίας», να συμβάλει και στη μόδα των καλών φωτογράφων.

Όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη φωτογραφία, και μάλιστα όταν έφτιαξα και το φωτογραφικό κατάστημα «Φωτοχώρος», διάφοροι επαγγελματίες τού φωτογραφικού χώρου προσπάθησαν να με πείσουν (για το καλό μου, έλεγαν) ότι ο σκοτεινός θάλαμος και η ασπρόμαυρη φωτογραφία (αν όχι η φωτογραφία στο σύνολό της) είχαν πεθάνει. Τα χρόνια που ακολούθησαν, με την άνθηση των σεμιναρίων μου, με την εξάπλωση των απανταχού τής Ελλάδος φωτογραφικών ομάδων και φωτογραφικών μαθημάτων, και τέλος με την καλή πορεία αυτού τού πρώτου μου βιβλίου, έδειξαν ότι οι μάντεις κακών δεν είχαν τόσο δίκιο ή τουλάχιστον ότι έπεσαν έξω στον χρόνο.

Σε κάθε νέα έκδοση τής «Φωτογραφίας» είχα τον πειρασμό να τη συμπληρώσω ή να την τροποποιήσω, αλλά αφενός η τεχνολογία δεν είχε να επιδείξει κάτι ριζικά διαφορετικό και αφετέρου με διασκέδαζε να αφήνω το βιβλίο να συνεχίζει τον δρόμο του ίδιο και απαράλλαχτο, με την παράξενη φωτογραφία τού εξωφύλλου του, εν τω μέσω νέων γυαλιστερών και πιο ενημερωμένων συγγραμμάτων. Ήρθε όμως η ώρα, και μάλιστα πιο απότομα από όσο περιμέναμε, που η τεχνολογία έφερε τη μεγάλη ανατροπή. Η ψηφιακή εποχή, που στην αρχή έκανε δειλούς διεμβολισμούς, φαίνεται ότι αποφάσισε να παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά της.

Ήξερα ότι όσα και αν προσπαθήσω να μάθω γύρω από τη νέα αυτή ψηφιακή τεχνολογία (και είναι αλήθεια ότι έχω κάνει προόδους) δεν θα ήμουνα ποτέ σε θέση να τη διδάξω και ακόμα λιγότερο να την αναλύσω εγγράφως. Είχα όμως επίσης καταλάβει ότι το μεγάλο σφάλμα των νέων τεχνολογιών ήταν η αλαζονεία των νέων φανατικών οπαδών τους, που τους έκανε να πιστεύουν ότι ο κόσμος (και εν προκειμένω η φωτογραφία) ξεκίνησε μόλις τώρα. Ό,τι δηλαδή ακριβώς συνέβη λίγο νωρίτερα με τη γραφιστική τέχνη, ή με τα κινούμενα σχέδια, ή με την τυπογραφία, ή με τον κινηματογράφο, όπου η εισβολή και η κυριαρχία των υπολογιστών γέννησαν μαθητευόμενους μάγους, που πίστεψαν ότι δεν υπήρχε παρελθόν. Αυτό κινδύνεψε (ή κινδυνεύει ακόμα) να συμβεί και με τη φωτογραφία. Επειδή όμως πλην τού Αδάμ και τής Εύας (ή καλύτερα πλην τού όφεως) τα πάντα έχουν παρελθόν, έτσι και η φωτογραφία πρέπει να χρησιμοποιήσει τη νέα τεχνολογία στηριγμένη στο παρελθόν της.

Η συνεργασία μου με έναν παλιό μαθητή μου, τον Μάνο Λυκάκη, ο οποίος τα τελευταία δύο χρόνια μάς βοήθησε στον «Φωτογραφικό Κύκλο» παραδίδοντας ταχύρρυθμα σεμινάρια εισαγωγής στη ψηφιακή φωτογραφία, με έπεισε ότι ήρθε η ώρα να ανανεώσω και να συμπληρώσω τη «Φωτογραφία», με αναφορά και ανοίγματα στον νέο κόσμο που φαίνεται ότι μας κατακτά. Ο Μάνος Λυκάκης έχει το πλεονέκτημα ότι πριν από όλα είναι φωτογράφος, με γνώσεις, αγάπη και σεβασμό για τη φωτογραφία και με την επιθυμία να εκμεταλλευτεί τη νέα τεχνολογία επ' ωφελεία τής φωτογραφίας. Επιθυμία που ασφαλώς μοιραζόμαστε όλοι μας.

Ανέλαβε επομένως εξ ολοκλήρου και χωρίς δική μου παρέμβαση το κομμάτι που αφορά την ψηφιακή τεχνολογία, ενώ το πρώτο μέρος τού βιβλίου είναι σχεδόν το ίδιο (με πολύ λίγες προσθήκες και αλλαγές) με τις προηγούμενες εκδόσεις. Για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, αλλά και για να κρατηθούν ο όγκος και η τιμή τού βιβλίου σε χαμηλά επίπεδα, αφαιρέθηκαν όλες οι παλιές φωτογραφίες, οι ελλιπείς πλέον πίνακες και τα βιογραφικά σημειώματα των φωτογράφων και έδωσαν τη θέση τους στο κεφάλαιο τής ψηφιακής φωτογραφίας. Το κομμάτι τής αναλογικής φωτογραφίας είναι γραμμένο έτσι αναλυτικά και περιγραφικά, ώστε ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να καταλάβει πλήρως το περιεχόμενό του, χωρίς τη βοήθεια επεξηγηματικών φωτογραφιών ή διαγραμμάτων. Αν επέλεγα την προσθήκη τέτοιων οπτικών επεξηγήσεων, τότε ο όγκος τού βιβλίου θα ήταν τεράστιος, η τιμή δυσπρόσιτη και πιθανόν το κείμενο περιττό. Άλλωστε υπάρχουν πολλά και καλά βιβλία που καλύπτουν με αυτό τον τρόπο την τεχνική, τουλάχιστον εκείνη που θα χρειαστεί ένας φωτογράφος που ξεκινάει την ενασχόλησή του με τη φωτογραφία.

Από τα δύο βασικά κεφάλαια που αφορούν την αναλογική φωτογραφία (Λήψη - Εμφάνιση), το πρώτο που αναφέρεται στη Λήψη παραμένει σχεδόν εξ ολοκλήρου επίκαιρο και οπωσδήποτε χρήσιμο και κατά την ψηφιακή εποχή που ήδη έχει ξεκινήσει. Το δεύτερο που αφορά την Εμφάνιση (φιλμ και χαρτιών) ίσως ήδη να έχει έναν νοσταλγικό χαρακτήρα, αφού υποψιάζομαι ότι λίγοι θα είναι εκείνοι που θα επιμείνουν τα επόμενα χρόνια να διατηρούν έναν σκοτεινό θάλαμο και να ασχολούνται με αυτόν. Εν τούτοις η γνώση των διαδικασιών τού θαλάμου είμαι σίγουρος ότι θα βοηθήσει πολύ στην κατανόηση και την εφαρμογή των διαδικασιών τής ψηφιακής επεξεργασίας με το Photoshop, ακριβώς όπως η γνώση τού σχεδίου και τής μακέτας βοήθησε τους καλούς γραφίστες να χρησιμοποιήσουν θετικά τα ψηφιακά προγράμματα που τους αφορούν.

Άλλωστε ήδη παρατηρείται, και ίσως για αρκετό διάστημα θα συνεχίσει, μια ενδιάμεση κατάσταση. Η ψηφιακή τεχνολογία δεν έχει ακόμα κυριαρχήσει πλήρως. Η ποιότητα των αποτελεσμάτων της δεν έχει φτάσει το επίπεδο τής αναλογικής. Μπορεί εταιρείες σαν την Kodak να σταμάτησαν την παραγωγή ασπρόμαυρων χαρτιών, αλλά άλλες ακόμα συνεχίζουν. Και τα αργυρούχα φιλμ μπορεί να είναι ακόμα για ένα διάστημα κοντά μας, όπως άλλωστε και οι αναλογικές μηχανές που υποχωρούν αλλά δεν εξαφανίζονται. Μέχρι τότε μπορεί κανείς να τραβάει αναλογικές φωτογραφίες και να τις επεξεργάζεται ψηφιακά. Να έχει δηλαδή την ποιότητα ενός αρνητικού φιλμ και την ευκολία ενός ψηφιακού θαλάμου. Λήψη με αναλογική μηχανή και κανονικό φιλμ. Σάρωση (σκανάρισμα) τού αρνητικού σε υψηλή ανάλυση. Επεξεργασία τής φωτογραφίας. Και τέλος, παραγωγή νέου αρνητικού ή εκτύπωση τελικής φωτογραφίας σε φωτογραφικό χαρτί. Κάτι τέτοιο επιτρέπει και στις δύο τεχνολογίες να συνυπάρχουν μέχρις ότου η ψηφιακή αποδείξει την ανωτερότητά της σε όλα τα επίπεδα, κάτι που άλλωστε μάλλον θα επιτευχθεί.

Το πρόβλημα στη σημερινή εποχή βρίσκεται, όχι τόσο στην εξέλιξη και στην πρόοδο, πέραν των αμφιβολιών που μπορεί κανείς να έχει σχετικά με το νόημα και το περιεχόμενο αυτών των όρων, όσο στην ταχύτητα με την οποία ενσκήπτουν. Η ταχύτητα αυτή δημιουργεί τεράστια προβλήματα προσαρμογής στους ανθρώπους και αναιρεί την αρχέγονη σειρά μεταλαμπάδευσης αξιών και γνώσεων από γενεά σε γενεά.

Κανείς μας δεν έχει πείρα αρκετή από την ψηφιακή φωτογραφία και ακόμα λιγότερο εγώ που εξακολουθώ να προτιμώ την περιπέτεια τής φωτογράφησης με μια τηλεμετρική Leica ή μια κλασική Hasselblad. Εν τούτοις θα αποτολμήσω με βάση τις μέχρι σήμερα γνώσεις μας να δώσω μερικές συμβουλές στους αναγνώστες μου, με την πιθανότητα ότι αν τα επόμενα χρόνια μάς διδάξουν πράγματα που σήμερα αγνοούμε, να αναγκαστώ σε μια επόμενη έκδοση να τα αναιρέσω.

Αυτή άλλωστε είναι και η πρώτη μου συμβουλή. Όταν βρισκόμαστε μπροστά σε μια τόσο δυναμική και σαρωτική τεχνολογική αλλαγή που επηρεάζει κάθε συμπεριφορά και νοοτροπία, αντί να οχυρωνόμαστε πίσω από σιβυλλικές (και βολικές) αμφιβολίες, είναι καλό να προσπαθούμε να αναλύσουμε τα γεγονότα, για να πάρουμε θέση και με το ίδιο θάρρος να την αναιρέσουμε, όταν ο χρόνος μάς διαψεύσει. Η ταχύτητα των τεχνολογικών επαναστάσεων δεν αντέχει ούτε δογματισμούς, ούτε καιροσκοπίες.

Υπάρχουν δύο τρόποι να αντιμετωπίσει κανείς την ψηφιακή τεχνολογία. Είτε σαν κάτι ολοκληρωτικά καινούργιο, που μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα αυτόνομη μορφή τέχνης, σε νέα αντιμετώπιση τού κόσμου, σε νέα τοποθέτηση των σχέσεων, σε δημιουργία νέων αξιών, με δυο λόγια σε νέες κατευθύνσεις για νέους στόχους, είτε σαν ένα εκπληκτικό εργαλείο που μάς βοηθάει να κάνουμε πιο εύκολα και πιο γρήγορα όσα λίγο ή πολύ μπορούσαμε να κάνουμε και πριν. Επειδή έτσι κι αλλιώς οι καταιγιστικοί νεωτερισμοί πάντοτε με κούραζαν, είμαι οπαδός τής δεύτερης προσέγγισης. Και παρά τον σεβασμό μου προς τους υπολογιστές (και δυστυχώς πλέον και την εξάρτησή μου από αυτούς) φροντίζω να μην ξεχνάω μια παρατήρηση ενός φίλου, ότι με τους υπολογιστές ο άνθρωπος πέτυχε έναν τρόπο να κάνει τον μεγαλύτερο αριθμό σφαλμάτων στο μικρότερο χρονικό διάστημα.

Ο βασικός κίνδυνος τής ψηφιακής τεχνολογίας είναι η ευκολία της. Και όπως κάθε ευκολία μάς παρασέρνει σε μονοπάτια που αλλιώς δεν θα τα ακολουθούσαμε. Επομένως, η δεύτερη συμβουλή μου είναι να μην επιλέγουμε κάτι επειδή μας προσφέρεται, αλλά πρώτα να το επιθυμούμε και ύστερα να το επιζητούμε. Αν κάποτε ο φωτογράφος είχε τον πειρασμό να πειραματίζεται με ό,τι καινούργιο υπήρχε, σήμερα κάτι τέτοιο δεν έχει κανένα νόημα, αφού σχεδόν όλα υπάρχουν και προσφέρονται και όσα δεν υπάρχουν ακόμα θα προσφερθούν αύριο. Το πρώτο σχετικό μάθημα το πήρα όταν πέρασα από το στυλό στο πληκτρολόγιο και στην οθόνη και άρχισα να γράφω στον υπολογιστή. Τότε έζησα τον πειρασμό, αν όχι την καταπίεση, τού cut and paste. Τής δυνατότητας, δηλαδή, να μεταποιεί κανείς συνεχώς το κείμενό του με αλλεπάλληλες και τόσο εύκολες κοπτοραφές, σε σημείο που κατέληγε σε ένα κείμενο κουρελού. Και ήταν μάλλον αποδεδειγμένο ότι αυτό συνέβαινε πολύ περισσότερο στα κείμενα για τα οποία ήταν κανείς αβέβαιος ως προς το περιεχόμενο ή/και τη μορφή τους, παρά σε εκείνα που ήταν σίγουρος για το τι θα πει και πώς θα το πει. Η δυσκολία και η κούραση όμως που συνόδευε το γράψιμο με μολύβι και χαρτί περιόριζαν αναγκαστικά τις χειρουργικές επεμβάσεις τού κειμένου στις απολύτως απαραίτητες.

Η τρίτη συμβουλή έχει σχέση με έναν βασικό κίνδυνο κατά τη λήψη των ψηφιακών φωτογραφιών, που οφείλεται στη γοητεία τής μικρής οθόνης που συνοδεύει τις ψηφιακές μηχανές. Ο φωτογράφος είναι καλό να συνεχίσει να παρατηρεί τον στόχο του και να συνθέτει το κάδρο του μέσα από ένα καλό οπτικό σκόπευτρο. Η οθόνη και η απόσταση τού ματιού από αυτήν μετατρέπουν τον φωτογράφο από επιλογέα στιγμών ζωής και αλήθειας σε επιλογέα εικόνων. Η σχέση μας με την τηλεοπτική εικόνα και τη βιντεοκάμερα που έχει αποικίσει το μυαλό μας, παρεμβαίνει στη διαδικασία και δεν μπορούμε να δούμε την οθόνη σαν ένα απλό μαχαίρι που κόβει (όπως κάνει το σκόπευτρο) κομμάτια τού κόσμου, αλλά την αντιμετωπίζουμε σαν κινηματογράφηση τής ζωής. Η οθόνη μάς βγάζει έξω από τον κόσμο.

Ίσως όμως πιο επικίνδυνη να είναι η χρήση τής οθόνης κατά το επόμενο στάδιο, όταν δηλαδή ο φωτογράφος ελέγχει τι τράβηξε αμέσως μετά τη λήψη τής φωτογραφίας. Η κίνηση αυτή πλήττει καίρια τον δυϊσμό τής φωτογραφικής διαδικασίας. Όπως έλεγε ο Winogrand, όταν τραβάς φωτογραφίες στον δρόμο, βλέπεις ζωή, και όταν διαλέγεις φωτογραφίες στο στούντιο, βλέπεις φωτογραφίες. Ήταν αυτό ακριβώς που τον έκανε στο τέλος τής ζωής του να αρνείται για χρόνια να δει αυτά που είχε τραβήξει, για να μη διαταράξει τη διαδικασία τής λήψης. Η χρονική σύνδεση και ταύτιση των δύο σταδίων τής φωτογραφίας τραυματίζει σοβαρά την ουσία της. Αφενός η κρίση τού φωτογράφου απέναντι σε αυτό που μόλις έχει τραβήξει (και ενδεχομένως βρίσκεται ακόμη μπροστά του) είναι ανασφαλής και αβέβαιη και αφετέρου επηρεάζει χωρίς καμία αμφιβολία την επόμενη φωτογραφία του. Έτσι θα είναι αδύνατο να εφαρμόσει κανείς αυτό που συμβούλευε ο Cartier-Bresson, να είναι δηλαδή ο φωτογράφος ελεύθερος από τη χαρά τής επιτυχίας και την απογοήτευση τής αποτυχίας.

Η τέταρτη συμβουλή έχει και πάλι σχέση με την οθόνη, αλλά αυτή τη φορά την οθόνη τού υπολογιστή στο επίπεδο τής επεξεργασίας. Για να επανέλθω στη σχέση τού υπολογιστή με το κείμενο, διαπίστωσα πολύ νωρίς ότι είναι λάθος να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει κανείς ένα κείμενο στην οθόνη για να το κρίνει και να το διορθώσει. Κατ' αρχάς, υποκύπτοντας στην ευκολία των συγκολλήσεων, υπερβάλλει στις αλλαγές, με αποτέλεσμα κάθε νέα ανάγνωση να καταλήγει σε νέες επεμβάσεις χωρίς τέλος. Πέραν όμως από αυτό πιστεύω ότι είναι σχεδόν αδύνατον να κρίνει κανείς ένα κείμενο αν δεν το διαβάσει γραμμένο (ή τυπωμένο) σε χαρτί.

Το ίδιο όμως ισχύει και για τις φωτογραφίες. Είναι λάθος να σπεύδει κανείς να επιλέξει τη φωτογραφία που θέλει να κρατήσει και να επεξεργαστεί αμέσως μετά τη λήψη και μάλιστα κρίνοντας μέσα από την οθόνη τού υπολογιστή. Στο σημείο αυτό θα πρέπει και πάλι να ακολουθήσουμε την πείρα τού παρελθόντος. Όπως από ένα κοντάκτ διαλέγαμε τις σχετικά πιο ενδιαφέρουσες φωτογραφίες, τις τυπώναμε σε μικρά μεγέθη και ζούσαμε ένα διάστημα με αυτές, μέχρι να αποφασίσουμε, έχοντας τον χρόνο σύμμαχο και συνεργάτη, για το ποια τελικώς μας ενδιαφέρει, το ίδιο πρέπει να γίνεται και με τον υπολογιστή. Να τυπώνουμε πρόχειρα και χωρίς λεπτομερείς επεξεργασίες εκείνες τις φωτογραφίες που φαίνεται πως έχουν κάποιο ενδιαφέρον και μετά από ένα διάστημα και αφού επιλέξουμε τις καλύτερες, να περνούμε στις επεμβάσεις για μια καλύτερη παρουσίαση. Τότε θα ξέρουμε άλλωστε ποιες εμβάσεις απαιτούνται και δεν θα παρασυρόμαστε πλέον από παραπλανητικές δοκιμές όλων των δυνατοτήτων τού προγράμματος επεξεργασίας, δοκιμές που μας απομακρύνουν από τη σχέση μας με την αρχική εικόνα. Αν αυτή η σχέση δεν μας απασχολεί, τότε δεν υπάρχει καν λόγος να τραβάμε φωτογραφίες.

Σε γενικές πάντως γραμμές ο φωτογράφος πρέπει να πολεμήσει με κάθε τρόπο τη φλυαρία των νέων μέσων. Όσο η τεχνολογία εξελίσσεται και προσφέρει περισσότερες δυνατότητες με μείωση τού χρόνου, τού κόστους και των δυσκολιών, τόσο περισσότερο ο φωτογράφος πρέπει να πειθαρχεί, να ανθίσταται και πάνω από όλα συνεχώς να επιλέγει. Το κάθε πάτημα τού κουμπιού πρέπει να πιστοποιεί μια σημαντική κατάφαση, ένα τεράστιο ΝΑΙ, όπως έλεγε και ο Cartier-Bresson. Η απουσία φιλμ και χημικών δεν κάνει τη φωτογραφία ευκολότερη.

Βιβλία
Βιβλιοδεσία Μαλακή
Διαθεσιμότητα Διαθέσιμο δωρεάν σε ψηφιακή μορφή
Διαστάσεις 17x24
Έκδοση
Έτος 2005 (1η έκδοση, 1986)
Σελίδες 496
Τύπος Βιβλίου Τεχνικό εγχειρίδιο